6 μύθοι για την Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία

1. Υπάρχει μία, ενωμένη Υπαρξιακή θεωρία.

Σε αντίθεση με άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, η υπαρξιακή, δεν έχει έναν μόνο ιδρυτή, ούτε προέρχεται από κάποιο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα, αλλά ούτε και έχει μία κοινή θεωρητική βάση (Cooper, 2003). Έτσι, δεν υπάρχει ένας μόνο αποκλειστικός τρόπος υπαρξιακής δουλειάς (Spinelli, 2007), θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι “υπάρχουν τόσες μορφές ψυχοθεραπευτικών πρακτικών όσοι και θεραπευτές”, όπως γράφει ο Cooper (2003: 11). Δύο κοινά όμως, που έχουν οι υπαρξιακές θεραπείες, είναι ότι δεν βασίζονται τόσο στην χρήση τεχνικών, όσο στην αληθινή συνάντηση με τον θεραπευόμενο αλλά και το ενδιαφέρον των θεραπευτών να καταλάβουν τι συμβαίνει με τον θεραπευόμενο και πώς βιώνει ο ίδιος την ζωή του, αντί για την απλή απόδοση του προβλήματός του σε κάποια ψυχοπαθολογική διαγνωστική κατηγορία (Adams & van Deurzen, 2012).

2. Στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία καταπιανόμαστε κυρίως με την Υπαρξιακή Φιλοσοφία.

Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία συνδέεται ιδιαίτερα με ένα φιλοσοφικό στοιχείο, ακόμα κι εκεί όμως, τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα. Είναι πολλοί οι υπαρξιστές, και οι ιδέες τους διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Ενδεικτικά αναφέρω τους Sartre, Heidegger, Kirkegaard, Nietzche, Camus. Ο καθένας εστίαζε σε διαφορετικά δεδομένα της ύπαρξης, κάποιοι δε δέχονταν καν τον τίτλο του υπαρξιστή, ωστόσο όλοι έχουν επηρεάσει με τον τρόπο τους την υπαρξιακή θεραπεία και πρακτική. Στην θεραπεία όμως, δεν κάνουμε απλώς φιλοσοφικές αναζητήσεις και διερεύνηση θεωριών. Η δουλειά είναι πολύ περισσότεροβιωματική.

3. Στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία ασχολούμαστε μόνο με τα υπαρξιακά δεδομένα της ζωής (ελευθερία, θάνατος, μοναξιά, επιλογές, παράδοξο της ζωής, ευθύνη, αγωνία, απώλεια, εν-τω-κόσμω-είναι κ.λ.π.).

Σίγουρα, σε μια υπαρξιακά προσανατολισμένη ψυχοθεραπεία δίνεται η δέουσα σημασία στα υπαρξιακά ζητήματα όταν αυτά αναδύονται – και σχεδόν πάντα αναδύονται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να δουλεύουμε μόνο με αυτά τα ζητήματα. Σαφώς, όταν και αν προκύψουν, ένας υπαρξιακός θεραπευτής θα προσπαθήσει να τα αξιοποιήσει, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Δουλεύω υπαρξιακά δε σημαίνει δουλεύω μόνο με τα υπαρξιακά θέματα. Δουλεύω υπαρξιακά σημαίνει δουλεύω με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δουλεύω με βάση την σχέση μεταξύ θεραπευομένου – θεραπευτή, δουλεύω στο εδώ-και-τώρα, δουλεύω με ανοιχτότητα, χωρίς δογματισμούς και ερμηνείες.

Ο Irvin Yalom γράφει στο βιβλίο του, Existential Psychotherapy (1980: 401): “Δύο είναι τα αποφθέγματα της ψυχοθεραπείας: α) Ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να φέρει τον θεραπευόμενο στο σημείο να μπορεί να κάνει μια ελεύθερη επιλογή και β) η σχέση είναι αυτή που θεραπεύει – αυτό είναι το ένα και πιο σημαντικό μάθημα που μπορεί να μάθει ένας ψυχοθεραπευτής”.

4. Αφού δεν υπάρχουν τεχνικές, καθένας δουλεύει όπως θέλει, «στο κενό».

Ο υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής, γράφει ο May (1983), δεν θεωρεί πρωταρχικής αξίας την χρήση συγκεκριμένων τεχνικών, γιατί πιστεύει πολύ περισσότερο στην ανθρώπινη παρουσία και την στάση του θεραπευτή απέναντι στο θεραπευόμενο. Έτσι, στην σχέση αυτή, θεραπευτής και θεραπευόμενος εξελίσσονται και μαθαίνουν μαζί και ο θεραπευτής δεν κρατάει μία στάση αυθεντίας και ουδετερότητας, απεναντίας, θεωρεί την σχέση αυτή μία πραγματική σχέση στην οποία προσπαθεί να συμμετέχει με γνησιότητα.

Πώς δουλεύει όμως ένας υπαρξιακός θεραπευτής, χωρίς τεχνικές; Το κυριότερο εργαλείο του είναι ο εαυτός του. Ένας υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής προσπαθεί ενεργά να κατανοήσει τις εμπειρίες του και την αντίληψη που έχει για την ζωή, έχοντας πάντα κατά νου ότι συνεχώς αλλάζει και επηρεάζεται από τους άλλους ανθρώπους, πάντα είναι εν-τω-γίγνεσθαι (Adams & van Deurzen, 2012).

Αυτό δεν σημαίνει ότι στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία δουλεύει κανείς όπως του έρθει στο μυαλό, κάθε άλλο. Χρειάζεται πολλή εκπαίδευση και υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθεί ένας υπαρξιακός θεραπευτής. Υπάρχει ένας βασικός πυρήνας πίσω από τον υπαρξιακό τρόπο δουλειάς και διακριτά όρια ανάμεσα στο τι είναι και τι όχι, υπαρξιακή ψυχοθεραπεία (Langdridge, 2013).

5. Η Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία είναι απαισιόδοξη.

«Το να έρχεται κανείς αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και τις δυσκολίες που φέρει η καθημερινή ζωή, σίγουρα δεν είναι πάντα μια ευχάριστη διαδικασία, αλλά στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία θεωρείται σημαντικό ή και απαραίτητο. Από την άλλη όμως και μόνο η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν όλη αυτή την εμπειρία και να επωφεληθούν μάλιστα από αυτή, είναι μάλλον μια αισιόδοξη ματιά!», γράφει ο Hoffman (2004).

6. Η Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία ενθαρρύνει τον ατομικισμό.

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι παρά τις απόψεις πολλών πως η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια καθαρά ατομικιστική προσέγγιση, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. O Heidegger (1997) χρησιμοποιεί την έννοια εν-τω-κόσμω-είναι (being-in-the-world) για να δείξει ότι η ύπαρξή μας είναι άρρηκτα δεμένη με τον κόσμο. Η ύπαρξη δεν βρίσκεται εντός του ατόμου, δεν είναι κάτι ενδο-προσωπικό, αλλά βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στον κόσμο του. Είναι αδύνατο να μιλάμε για κάποιον άνθρωπο απολύτως απομονωμένο από το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται (Cooper, 2003).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο ρόλος του ψυχολόγου – ψυχοθεραπευτή στην Υπαρξιακή πρόσεγγιση

 

Βιβλιογραφικές αναφορές:
Adams, M. & van Deurzen, E. (2012). Αναπτύσσοντας δεξιότητες στην Υπαρξιακή Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία. Πήλιο: Κοντύλι.

Cooper, M. (2003). Ο Υπαρξισμός στην ψυχοθεραπεία. Αθήνα: Άσπρη Λέξη.

Heidegger, M. (1997). Being and Time. Trans Macquarrie. J. and Robinson, E. Oxford: Blackwell. (1927).

Hoffman, L. (2004). Common Misperceptions of Existential Therapy. Retrieved from:http://www.existential-therapy.com/misconceptions.htm

Langdridge, D. (2013). Existential Counselling and Psychotherapy. London: Sage.

May, R. (1983). The discovery of being: Writings in existential psychology. New York: Norton.

Spinelli, E. (2007). Practising Existential Psychotherapy: The Relational World. London: Sage.

Yalom, I. (1980) Existential Psychotherapy. New York: Basic Books.

 

Το άρθρο εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ψυχογραφήματα

 


δημοσιεύτηκε στο Ψυχογραφήματα
Δήμητρα Αθανασάκου