Αποκτώντας μια άλλη σχέση με το Άγχος

Όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή στην ζωή τους έχουν έρθει σε επαφή με τα δύσκολα σωματικά συμπτώματα του άγχους. Ανεβασμένοι παλμοί, πιθανώς ταχυκαρδία, ένα απροσδιόριστο “σφίξιμο” στο στομάχι ή τον λαιμό, νευρικότητα, επαγρύπνηση. Φυσικά, κανείς δε θέλει να βιώνει άγχος και σχεδόν όλοι προσπαθούμε να το πολεμήσουμε κατά κάποιο τρόπο, δοκιμάζοντας διάφορους τρόπους.


Κάτι που ίσως δεν δοκιμάζουμε, είναι να προσπαθήσουμε, αντί να μαχόμαστε το άγχος, να το καλωσορίσουμε. Πώς θα ήταν άραγε αν, αντί να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να μην είμαστε αγχωμένοι, καταφέρναμε να ακούσουμε το σώμα μας και ίσως να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτό;

Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα γίνονται γρήγορα και δεν έχουμε πολλή αντοχή για ό,τι παίρνει λίγο παραπάνω καιρό. Έτσι, πολλοί άνθρωποι προτιμούν την “γρήγορη” αντιμετώπιση των συμπτωμάτων μέσω μιας φαρμακευτικής αγωγής, αντί για την έναρξη μιας θεραπευτικής σχέσης. Κάποιες φορές όμως, το ταξίδι της θεραπείας μας δίνει την ευκαιρία να έρθουμε σε μια άλλου είδους επαφή με εμάς. Να μας “ακούσουμε”, να μας γνωρίσουμε και ίσως τελικά να μάθουμε να μας φροντίζουμε. Σχεδόν όλοι μας, έχουμε μάθει πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε κάθε κατάσταση κι έχουμε δεκάδες “πρέπει” με τα οποία ζούμε, αλλά πολλές φορές παραμελούμε το ύψιστο πρέπει: αυτό του μαθαίνω να με φροντίζω. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φροντίσει κανείς τον εαυτό του. Συχνά σκεφτόμαστε μόνο τους υλικούς, αλλά ένας άλλος τρόπος είναι να μάθουμε να παρατηρούμε το σώμα μας και να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τα μηνύματα που μας στέλνει.

Σκεφτόμαστε κάπως διχοτομικά, σαν ο νους και το σώμα να μην συνδέονται. Σαν το σώμα να παθαίνει κάτι και όχι ο νους ή πολλές φορές ακόμα και το ανάποδο. Νους και σώμα συνδέονται, όμως. Έχουμε και είμαστε σώμα, ταυτοχρόνως (Smith-Pickard, 2006) και σε αυτό το σώμα αποτυπώνονται οι σκέψεις, τα συναισθήματά μας, ό,τι συμβαίνει σε κάθε περίοδο της ζωής μας (Storolow, 2016). 

Αν πάθει κάτι το χέρι μας, το πόδι μας, το σώμα μας, θα πάμε στον γιατρό για να το δει και ποτέ δεν θα πούμε “είμαι αυτό το σπασμένο χέρι” (Maisel, 2015). Κι όμως, με οποιαδήποτε “ψυχική κατάσταση” φαίνεται να ταυτιζόμαστε πολύ περισσότερο και να γινόμαστε στην ουσία, το όποιο θέμα μας. Ο Eric Maisel (2005) γράφει χαρακτηριστικά: “ενώ αν είμαι γενικά καλά στην υγεία μου, αλλά έχω σπάσει το χέρι μου χέρι και κάποιος με ρωτήσει “τι κάνεις;” θα πω “όλα καλά εκτός από το σπασμένο χέρι”, δεν συμβαίνει το ίδιο σε περιπτώσεις άγχους”, για παράδειγμα. Συνήθως λέμε “είμαι αγχώδης” και αυτό είναι σαν να με καθορίζει κατά κάποιον τρόπο, σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο σωματικό, που δεν με καθορίζει, αλλά απλώς συνυπάρχει μαζί μου.

Το άγχος, εξυπηρετεί έναν πάρα πολύ βασικό σκοπό. Η “μητέρα φύση θέλει να αγχώνεστε”, όπως γράφει και η Meg Selig (2014). Γιατί η μητέρα φύση θέλει να αγχωνόμαστε; Για να μπορούμε να επιβιώνουμε. Το άγχος έχει βοηθήσει τον άνθρωπο να επιβιώσει στην φύση τόσα χρόνια. Το άγχος είναι που μας προετοιμάζει να ανταποκριθούμε στις απειλές, μας προστατεύει. Κι ενώ έχουμε εξελιχθεί τόσο πολύ μέσα στα χρόνια, δυστυχώς ο εγκέφαλός μας δεν έχει μάθει να διαχωρίζει ακόμα την πραγματική απειλή από την “φανταστική” απειλή. Έτσι, το σώμα μας, μας προετοιμάζει για την αντίδραση “φυγής ή επίθεσης” (fight or flight) μπροστά στην απειλή, ενώ στην ουσία δεν υπάρχει πραγματική απειλή μπροστά μας, δεν υπάρχει ας πούμε μια αρκούδα. Και όμως! Το ότι δεν βλέπουμε ή δεν αναγνωρίζουμε ή ακόμα το ότι δεν αποδεχόμαστε ότι βιώνουμε μια απειλή, ό,τι κι αν είναι αυτή, δεν σημαίνει ότι το βίωμά μας θα αλλάξει.

Έρευνες δείχνουν ότι αυτό που είναι πραγματικά καταστροφικό, δεν είναι τόσο το ίδιο το άγχος, όσο το πώς οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται. Αν για παράδειγμα, όπως έλεγε η Kelly McGonical (2013) στην καταπληκτική της ομιλία “How to make stress your friend”, κάποιος αντιλαμβάνεται το άγχος ως τη βοήθεια που λαμβάνει από τον οργανισμό του για να αντιμετωπίσει την πρόκληση που έχει μπροστά του, τότε αμέσως αλλάζει η σχέση του με το άγχος. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα σταματήσει να έχει άγχος, αλλά το πώς το αντιλαμβάνεται θα είναι πια διαφορετικό.

Με αυτή την έννοια λοιπόν, ίσως έχει ένα νόημα να ακούσουμε “τι μας λέει” το σώμα μας. Τι σημαίνει αυτό το άγχος που βιώνουμε αυτή την στιγμή, με άλλα λόγια.

Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να είναι όταν κάποιος ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις ή να πάει σε μία συνέντευξη για μια νέα δουλειά. Εκείνη την στιγμή, είναι σημαντικό να καταφέρει να σκεφτεί ότι οι ανεβασμένοι του παλμοί δείχνουν ότι ο οργανισμός του κάνει το καλύτερο που μπορεί για να τον προετοιμάσει για να ανταποκριθεί όσο καλύτερα γίνεται στην πρόκληση την οποία έχει να αντιμετωπίσει! Έτσι, το άγχος γίνεται σύμμαχος στο να επιτύχει αυτό που θέλει!

Όταν υπάρχει μια κατάσταση στην οποία κανείς βιώνει άγχος, θα μπορούσε να προσπαθήσει να κατανοήσει τα εξής:

  • Τι είναι πραγματικά αυτό που με αγχώνει;
  • Τι νόημα έχει για εμένα, αυτό που συμβαίνει τώρα;
  • Ποιοι είναι οι τρόποι που αντιμετωπίζω το άγχος μου;
  • Τι θα έκανα αν “άκουγα” το άγχος μου;
  • Πώς θα ήταν άραγε αν καλωσόριζα το άγχος μου;

Το να “ακούσει” κανείς το άγχος του, θα μπορούσε να σημαίνει ότι προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει κατά κάποιο τρόπο, το μήνυμα το οποίο στέλνει το σώμα του. Σαφώς, όταν κανείς πονάει, θέλει ο πόνος να σταματήσει. Την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε πως βιώνουμε τον κόσμο μέσω του σώματός μας, στο οποίο “αποθηκεύονται” όλες οι εμπειρίες μας κι έτσι τα πάντα καταγράφονται στο σώμα μας. Αν λοιπόν απλώς βιαστούμε να εξαλείψουμε το σύμπτωμα που βιώνουμε (είτε αυτό είναι ταχυκαρδία, είτε κάτι άλλο), ίσως χαθεί η ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με την σοφία που κρύβει το σώμα μας.

Το ίδιο το άγχος αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως κάτι που δεν θα έπρεπε να βιώνουμε, όμως αυτό δεν αληθεύει απαραιτήτως. Κι ενώ κάποιες φορές είναι πολύ δύσκολο να δείξουμε ανοχή στο άγχος, είναι σημαντικό, όποτε μπορούμε, να προσπαθήσουμε να “μείνουμε λίγο με αυτό”, να δούμε τι μας λέει για το που βρισκόμαστε τώρα και να προσπαθήσουμε να ακούσουμε αυτά που πιθανώς έχει να μας διδάξει. Φυσικά, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Αλλά ίσως ακόμα κι αυτό να είναι εντάξει.

Βιβλιογραφικές αναφορές


δημοσιεύτηκε στο psychologynow.gr
Δήμητρα Αθανασάκου